-
1 Σηστόν
Σηστόςfem acc sg -
2 σηστόν
σηστόςthe sifter: masc acc sg -
3 κατ-αντικρύ
κατ-αντικρύ, gerade gegenüber; τινί, Thuc. 7, 57 u. öfter; εἰς τὸ κατ. ἀποχωρήσαντες Plat. Lvs. 207 a, öfter; Σηστὸν κατ. ὄντα Ἀβύδου Xen. Hell. 4, 8, 5; Eubul. Ath. XI, 473 d. – Bei Hom., καταντικρὺ τέγεος πέσεν Od. 10, 559, vgl. 11, 64, entspricht es dem ἄψοῤῥον καταβῆναι, Elpenor vergaß zurück die Treppe hinunter zu gehen, ging geradeaus u. stürzte vom Dach hinab. – Bei D. Cass. 57, 7 u. Aristaen. 2, 5 steht καταντικρύς; vgl. Phryn. 443. [Bei Hom. ist des Verses wegen υ lang.]
-
4 μεθ-ορμίζω
μεθ-ορμίζω, aus einem Hafen in den andern bringen, οὐκ ἐν καλῷ ἔφη αὐτοὺς ὁρμεῖν ἀλλὰ μεϑορμίσαι ἐς Σηστὸν παρῄνει, Xen. Hell. 2, 1, 25; στόλον, Plut. Alc. 37; übh. aus einer Lage in die andere bringen, ἐξ ἕδρας μεϑώρμισα τὸν πλόκαμον, Eur. Bacch. 929; u. auf den Geist übertr., τοῦ νῦν σκυϑρωποῦ καὶ ξυνεστῶτος φρενῶν μεϑορμιεῖ σε, wie μεϑίστημι gebraucht, Alc. 801. – Med. zur See von einem Orte zum andern fahren, ἐκ od. ἀπό – ἐς, Her. 2, 115. 7, 182 Thuc. 6, 88; übertr., μεϑορμίσασϑαι μόχϑων πάρα, Eur. Med. 443, vgl. 258.
-
5 μεθορμιζω
ион. μετορμίζω1) ( о кораблях) переводить в другой порт, перемещать(ἐς Σηστόν Xen.)
; med. переходить, переплывать(ἐκ τῆς Νάξου ἐς τέν Κατάνην Thuc.)
2) перен. отвлекатьτοῦ σκυθρωποῦ μ. τινά Eur. — рассеять чью-л. угрюмость;
μεθορμίσασθαι μόχθων πάρα Eur. — искать спасения от бедствий3) перемещать, переставлятьἐξ ἕδρας μ. (sc. τὸν πλόκαμον) Eur. — привести в беспорядок прическу
-
6 μεθορμίζω
A remove from one anchorage to another, intr. (sc. νέας), μ. εἰς Σηστόν X.HG2.1.25
;μ. σκάφος Iamb.VP3.17
: metaph.,τοῦ νῦν σκυθρωποῦ.. μεθορμιεῖ σε E.Alc. 798
; ἐξ ἕδρας μεθώρμισα [πλόκαμον] Id.Ba. 931:—[voice] Med., μεθορμίσασθαι μόχθων πάρα to seek a refuge from.., Id.Med. 442 (lyr.), cf. 258; sail from one place to another, put out from, μετορυίζεσθαι ἐκ (or ἀπό) .. ἐς <*> Hdt.2.115, 7.183, cf. Th.6.88: metaph., πρὸς εὐσέβειαν cj. in Ph.2.219.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθορμίζω
-
7 σηστός
II σηστὸν καρύων Ποντικῶν, perh. name of a measure, PCair.Zen.13.22, cf. 12.9 (iii B.C.).
См. также в других словарях:
Σηστόν — Σηστός fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηστόν — σηστός the sifter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθορμίζω — (Α μεθορμίζω, Α και ιων. τ. μετορμίζομαι) 1. μετακινώ ή μεταφέρω πλοίο από ένα λιμάνι σε άλλο («καὶ παραινοῡντος εἰς Σηστὸν μεθορμίσαι τὸν στόλον», Πλούτ.) 2. μέσ. μεθορμίζομαι (για πλοίο) καταπλέω από ένα λιμάνι σε άλλο (α. «ο στόλος… … Dictionary of Greek
σηστό(ν) — (I) τὸ, Α [σήθω] πιθ. μέτρο βάρους καρπών («σηστὸν καρύων ποντικῶν», πάπ.). (II) το, Ν βιολ. το σύνολο τών ζωντανών οργανισμών και σωματιδίων που επιπλέουν παθητικά στο νερό, το οποίο υποδιαιρείται σε πλαγκτόν, πλευστόν, νευστόν, υπονευστόν και… … Dictionary of Greek